Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαράδρῳ — χάραδρος torrents masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχαραδρώ — ἐκχαραδρῶ ( όω) (Α) επιτατ. τού χαραδρώ, ανοίγω χαράδρες ή κοίτες χειμάρρων … Dictionary of Greek